- σκοτοφεγγής
- σκοτο-φεγγής, ές, perhA darkly glimmering,
κλίμακες Zos.Alch. p.108
B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλίμακες Zos.Alch. p.108
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτοφεγγής — ές, Α αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῑς», Ζώσιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο φεγγής] … Dictionary of Greek
σκοτοφεγγεῖς — σκοτοφεγγής darkly glimmering masc/fem acc pl σκοτοφεγγής darkly glimmering masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek